φιλοτιμίαν

φιλοτιμίαν
φιλοτῑμίᾱν , φιλοτιμία
love of honour
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • LACEDAEMON — I. LACEDAEMON Semeles an Taeiigetae ex Iove fil. ductâ Sparte, Eurorae filiâ Lelegis pronepte, Spartam Moysis tempore s. Lacedaemoniorum civitatem condidit. Comestor in c. 10. Exod. Eius fil. Amyclas fuit, filia, Acrisii Argivorum Regis uxor… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …   Dictionary of Greek

  • πλεονεξία — η, ΝΜΑ [πλεονεκτώ] η ιδιότητα τού πλεονέκτη, η τάση να αποκτήσει κανείς κάτι που δεν τό δικαιούται (α. «πάντων δ αὐτῶν αἴτιον ἀρχὴ ἡ διὰ πλεονεξίαν καὶ φιλοτιμίαν», Θουκ. β. «ὁρᾱτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας», ΚΔ) μσν. αρχ. 1. κέρδος,… …   Dictionary of Greek

  • προσευρίσκω — Α 1. εφευρίσκω, επινοώ κάτι ακόμη («εἰς τὰ κοινὰ φιλοτιμίαν καὶ γενναιότητα προσευρέθη ἡ πρὸς τὴν συντέλειαν», Πολ.) 2. βρίσκω («ὃν μόνον προσεῡρον πιστόν», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • φιλοτιμία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φιλοτιμίη Α [φιλότιμος] μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία, απλοχεριά νεοελλ. 1. έντονη συναίσθηση τής προσωπικής τιμής και αξιοπρέπειας, ευθιξία, φιλότιμο («τού έθιξε την φιλοτιμία του») 2. προθυμία στην εκτέλεση εντολής ή καθήκοντος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”